ὡμαλία

ὡμαλία
ὡμᾰλία, ,
A flat rate, average,

ἐγδίδομεν . . τὰς μὲν στήλας . . πρὸς λίθον ἐφ' ὡμαλίαν ὅ τι ἂν εὕρωσιν IG7.3073.7

(Lebad., ii B. C.);

συντελέσει διάχωμα μῆκος ἐφ' ὡμαλίαν ε ¯ , πλάτος κάτω ξ ¯ ἄνω μ ¯ , ὥστ' εἶναι ἐφ' ὡμαλίαν ν ¯ PPetr.3p.125

(iii B. C.). (Formed fr. ἀν-ωμαλία, cf. ὁμαλός.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ωμαλία — ἡ, Α φρ. «ἐφ ὡμαλίαν» κατά μέσο όρο επιγρ.. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το σύνθ. ἀν ωμαλία < ἀνώμαλος < στερητ. ἀ + ώμαλος (< ὁμαλός, με έκταση λόγω συνθέσεως)] …   Dictionary of Greek

  • εφωμαλίαν — ἐφωμαλίαν και ἐφ ὡμαλίαν (Α) επίρρ. πάπ. περίπου, σχεδόν, κατά μέσον όρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. από τη φράση ἐφ ὡμαλίαν. Η λ. ὡμαλία «μέσος όρος» προήλθε κατ απόσπασιν από σύνθ. τού τύπου αν ωμαλία (< αν ώμαλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”